Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το κουτάλι

  • 1 ложка

    θ.
    1. κουτάλι, κοχλιάριο, χουλιάρι•

    столовая ложка κουτάλι της σούπας•

    чайная ложка κουταλάκι του τσαγιού•

    деревянная ложка ξύλινο κουτάλι•

    десертная ложка κουταλάκι του γλυκού•

    разливательная ложка κουτάλα διανομής• ποσοτικό μέτρο•

    ложка соли ένα κουτάλι αλάτι.

    2. βλ. кастаньеты.
    εκφρ.
    через час по (чайной) -е – πολύ αργά, από λίγο-λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > ложка

  • 2 ложкца

    ло́жкца
    ж τό κουτάλι, τό χουλιάρι, τό κοχλιάριον:
    ча́йная \ложкца τό κουταλάκι τοῦ τσαγιού· столовая \ложкца τό κουτάλι, τό κουτάλι τῆς σούπας· десертная \ложкца τό κουταλάκι τοῦ γλυκού· разливательная \ложкца ἡ κουτάλα, ἡ μεγάλη κουτάλα, ἡ χουλιάρα· ◊ через час по чайной \ложкцае погов. μέ τό σταγονόμετρον.

    Русско-новогреческий словарь > ложкца

  • 3 ложка

    ложка ж το κουτάλι· десертная \ложка το κουταλάκι γλυκού"
    * * *
    ж
    το κουτάλι

    десе́ртная ло́жка — το κουταλάκι γλυκού

    ча́йная ло́жка — το κουταλάκι τσαγιού

    Русско-греческий словарь > ложка

  • 4 зачерпнуть

    зачерпнуть
    сов, зачерпывать несов ἀντλώ, βγάζω, παίρνω:
    \зачерпнуть воды из колодца βγάζω νερό ἀπ' τό πηγάδι· \зачерпнуть ложкой παίρνω μέ τό κουτάλι.

    Русско-новогреческий словарь > зачерпнуть

  • 5 столовый

    столов||ый
    прил τοῦ τραπεζιοῦ, ἐπιτραπέζιος:
    \столовыйая ложка τό κουτάλι τής σούπας· \столовый прибор τό σερβίτσιο· \столовыйое вино́ τό ἐπιτραπέζιο κρασί.

    Русско-новогреческий словарь > столовый

  • 6 деревянный

    επ.
    ξύλινος•

    деревянный дом ξυλόσπιτο•

    -ая ложка ξύλινο κουτάλι.

    || μτφ. ανέκφραστος, άτονος, άψυχος•

    -ое лицо χαύνο πρόσωπο.

    || αναίσθητος, ευήθης, μωρός. || αφύσικος, ασυνήθιστος.
    εκφρ.
    - ое масло – πυρηνέλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > деревянный

  • 7 заблудиться

    -лужусь, -лудишься
    ρ.σ. περιπλανιέμαι, χάνω το δρόμο.
    εκφρ.
    заблудиться в трех соснах – δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρο• πνίγεται, σ’ ένα κουτάλι νερό.

    Большой русско-греческий словарь > заблудиться

  • 8 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 9 кормить

    кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•

    кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•

    кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•

    кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•

    кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•

    кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•

    кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.

    || θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•

    кормить грудью βυζαίνω•

    сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.

    2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•

    он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•

    дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.

    εκφρ.
    кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•
    кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•
    хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.
    τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•

    кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.

    Большой русско-греческий словарь > кормить

  • 10 меченый

    επ.
    σημαδεμένος, σημειωμένος, μαρκαρισμένος•

    -ая ложка σημαδεμένο κουτάλι•

    -ое бельё σπμαδεμένα εσώρουχα•

    - ые атомы (χημ.) σημειωμένα άτομα.

    Большой русско-греческий словарь > меченый

  • 11 облизать

    -ижу, -йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облизанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    γλείφω•

    облизать ложку γλείφω το κουτάλι•

    облизать тарелку γλείφω το πιάτο•

    облизать губы (ξερο)γλείφω τα χείλη.

    || καθαρίζω, παστρεύω, γυαλίζω.
    εκφρ.
    пальчики -йжешь – θα γλείψεις τα δάχτυλα (είναι πολύ νόστιμο ή θα σου αρέσει πολύ).
    γλείφομαι•

    облизать после еды γλείφομαι μετά το φαγητό•

    кошка -лась η γάτα γλείφτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > облизать

  • 12 поднести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-несенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρνω κοντά•

    поднести ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα•

    поднести ребнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο.

    || μεταφέρω•

    поднести гранаты в окопы μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώματα.

    (απρόσ.) έλκω, τραβώ» (παρα)σύρω.
    2. κερνώ, τρατάρω, φιλεύω.
    3. προσφέρω δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > поднести

  • 13 серебряный

    επ.
    1. αργυρός, ασημένιος•

    серебряный слиток αργυροί ράβδοι•

    -ая ложка ασημένιο κουτάλι•

    серебряный портсигар ασημένια ταμπακέρα.

    || ασημοκεντησμενος. || αργυρουχος•

    -ая руда αργυρούχο μετάλλευμα.

    2. βλ. серебристый.
    εκφρ.
    серебряный блеск – ο θειίκάς άργυρος•
    - ая свадьба – οι αργυροί γάμοι (η 25 επέτειος γάμου).

    Большой русско-греческий словарь > серебряный

  • 14 столовный

    επ.
    1. του τραπεζιού•

    столовный ящик συρτάρι του τραπεζιού.

    2. του φαγητού•

    -ая ложка κουτάλι του φαγητού•

    -ая соль αλάτι μαγειρικό.

    3. επίπεδος•

    -ая вершина επίπεδη κορυφή.

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > столовный

См. также в других словарях:

  • κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια …   Dictionary of Greek

  • κουτάλι — το 1. χουλιάρι. 2. φρ., «Έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι», είναι πολύ γραμματισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλώνης, Κλεόβουλος — (Κούταλι Προποντίδας, περ. 1900 – Αθήνα 1988). Ζωγράφος και σκηνογράφος. Από νωρίς (1925) άρχισε να εργάζεται ως σκηνογράφος, συνεργαζόμενος αρχικά με τους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Σπύρου Μελά στην Ελεύθερη Σκηνή και αργότερα με το… …   Dictionary of Greek

  • κουτάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ. βρίσκονται Β της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * η 1. μεγάλο κουτάλι 2. κοινή ονομασία τής ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • κουταλάκι — το 1. μικρό κουτάλι 2. τεχνητό δόλωμα που μοιάζει με μικρό κουτάλι και τοποθετείται από τους αλιείς στο άκρο τής ορμιάς, δίπλα στο άγκιστρο …   Dictionary of Greek

  • κουταλιά — η (Μ κουταλέα) το περιεχόμενο ενός κουταλιού, όσο χωράει ένα κουτάλι νεοελλ. παροιμ. «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό» δεν είναι ικανός να αντιμετωπίσει και την πιο μικρή δυσχέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + επίθημα έα, απ όπου με συνίζηση ιά*] …   Dictionary of Greek

  • κουταλομετρώ — άω 1. υπολογίζω, μετρώ με το κουτάλι την ποσότητα κάποιου υλικού 2. ανακατεύω ένα υγρό με κουτάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + μετρώ] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιάριο — το (AM κοχλιάριον) 1. το κουτάλι 2. η κουταλιά νεοελλ. τεχνικό ή χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα κουταλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. cochlear, aris «κουτάλι» < cochlea «κοχλίας» < αρχ. ελλ. κοχλίας. Το λατ. cochear… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • χουλιάρι — το, Ν 1. κουτάλι 2. μτφ. πρόσωπο που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις με κακή διάθεση ή άνθρωπος κουτσομπόλης και συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τη λ. κοχλιάριον «κουτάλι», υποκορ. τού κοχλίας, ο οποίος μεταπλάστηκε σε χοχλιάρι /… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»